λαοτυπος

λαοτυπος
    λαοτύπος
    λᾱο-τύπος
    2
    (ῠ) камнетесный, высекающий на камне
    

(σμίλη Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαοτυπος" в других словарях:

  • λαοτύπος — λαοτύπος, ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ λαοτύπος λιθοτόμος, γλύπτης αρχ. (για εργαλείο) αυτό που κόβει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. ορει τύπος, χοροι τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ …   Dictionary of Greek

  • λαοτύπος — λᾱοτύπος , λαοτύπος cutting stones masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοτύποις — λᾱοτύποις , λαοτύπος cutting stones masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοτύπων — λᾱοτύπων , λαοτύπος cutting stones masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»